Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Ποιήματα για την Κύπρο

Λευτέρης Πούλιος  « Καλοκαίρι του 78»

Η Κύπρος με κάλεσε να ακούσω τη μουσική  της
Και να βουλιάξω στο χώμα της την παράχορδη  δική μου .
Είδα τον πόνο πίσω από τις απελπισμένες βιτρίνες
Και τη Λευκωσία σα χορδή σπασμένου βιολιού .
Όλη τη νύχτα στο  ξενοδοχείο   μου με   τύλιγαν
Σα  νεύρο οι ψυχές των σκοτωμένων
Και με μετακινούσαν  τα βήματα των αγνοούμενων παλληκαριών
Έζησα  τη θλιμμένη γη και  φωτογράφισα
στα ακρογιάλια της  την αιώνια γέννηση
της Αφροδίτης .


Κύπρος Χρυσάνθης

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας,
Και την ψυχή μας, την ψυχή μας.
Δεν έχουν έλεος οι κουβέρτες σας,
Δεν έχουν την ξανθή ματιά του βρέφους μας
Οι προσφορές σας οι εύρωστες.
Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας
Και την κουρελιασμένη μας ψυχή,
Την ψυχή μας, την ψυχή μας…
Δεν θέλουμε όνομα και τίτλους,
Μήτε επιγράμματα.
Δώστε μας πίσω την ψυχή μας
Το μέσα πλούτος μας
Κι ας είναι ελιά το δείπνο μας
Και το νερό γλυφό.
Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας
Και την ψυχή μας.



Κύπρος Χρυσάνθης

Η παλιά Λευκωσία

Η Λευκωσία μας αποδημεί στους χάρτες
σε αταχυδρόμητες φωτογραφίες
απ’ τις ψηλές ταράτσες την κοιτάμε
να ταξιδεύει στην ποδιά του Πενταδάκτυλου.
Μα η άλλη Λευκωσία φυλλορροεί στα στήθη μας
στα βραδινά μας βλέφαρα
η Λευκωσία μας η παλιά
η Λευκωσία μας. 





Κώστας Μόντης
ΠΕΡΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΑΠΗΘΟΥ, 1974
Ποια μοίρα το σημάδεψε το φετινό άνθισμα σας,
ποια μοίρα μαύρη των πικρών χρονιών
που νάν’ οι σάρκες άγουρων παιδιών το λίπασμά σας
κ’ αίμα ο χυμός των λεμονιών;

Κώστας  Μόντης  ΣΤΑ ΣΤΕΦΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ
Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.
Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.
Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ’ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μία κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.
Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ’ αυτοκίνητό του, χάνονται.
Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.

  Κώστας Μόντης, “Τουρκική Εισβολή ΙΙ” (Πικραινόμενος εν Εαυτώ, 1975)

 

Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι

που κρεμάστηκε στο παράθυρο

του γκρεμισμένου σπιτιού

ποιο παιδάκι ήθελε ν᾽ αποχαιρετήσει,

σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο

ν᾽ ανεμίσει το χέρι και της το᾽ κοψαν;


 

 Κώστας Μόντης, “Στιγμές της εισβολής” (Πικραινόμενος εν εαυτώ, 1975)


Είναι δύσκολο να πιστέψω

πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,

είναι δύσκολο να πιστέψω

πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας. 

 

[...]

 

Τι γρήγορα που κατάλαβε αυτό το καλοκαίρι

πως ήταν περιττό

και τα μάζεψε κι έφυγε στις μύτες των ποδιών

 

[...]

 

Ανασήκωσε την πλάτη

κι απόσεισέ τους, Πενταδάχτυλέ μου,

ανασήκωσε την πλάτη

κι απόσεισέ τους






 
 
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου