Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Ζ Ολυμπιόνικος Πινδάρου

                                                             


 Ο  έβδομος Ολυμπιόνικος  του Πινδάρου είναι ύμνος αφιερωμένος στο σπουδαίο Ρόδιο  πυγμάχο  Διαγόρα για τη  νίκη του  στον ιερό χώρο της Ολυμπίας το  464 π.Χ. Ταυτόχρονα   αποτελεί έπαινο στον πατέρα του Δαμάγητο  και σε όλο το γένος των προγόνων του που μετατρέπεται σε ύμνο για ολόκληρο το νησί , καθώς  στο κύριο μέρος της ωδής παρατίθενται οι γοητευτικοί μύθοι της δημιουργίας  της Ρόδου  και του οικισμού της .
     Στο προοίμιο  ο ύμνος παρομοιάζεται με τη χρυσή κούπα που χαρίζει ο πεθερός στο νεαρό  γαμπρό του . Στη συνέχεια   μέσα από την ιστορία του Τληπόλεμου  ,του πρώτου σύμφωνα με την παράδοση οικιστή του νησιού   γίνεται έμμεση αναφορά στο δωρικό αποικισμό της Ρόδου .Ακολουθούν δύο παλαιότεροι μύθοι για το νησί :Ο Ρόδιοι  καθιέρωσαν άπυρα ιερά προς τιμή της Αθηνάς και δέχτηκαν από τη θεά το χάρισμα να είναι  άριστοι τεχνίτες  και από το Δία έλαβαν χρυσή βροχή. Ο δεύτερος μύθος  λέει ότι η Ρόδος δόθηκε ως κλήρος στο θεό  Ήλιος  ο οποίος  έσμιξε ερωτικά μαζί της και  απέκτησαν τέκνα από τα οποία κατάγεται το γένος των Ροδίων .Κατόπιν παρουσιάζονται οι πολλές και ένδοξες νίκες του Διαγόρα και ο ολυμπιόνικος κλείνει με ευχές για τη γενιά  του σπουδαίου αυτού αθλητή . Σύμφωνα με  μαρτυρία αρχαίων σχολίων  ο ύμνος αυτός είχε  χαραχθεί με χρυσά γράμματα στο ναό της Λινδίας Αθηνάς στη Ρόδο .

                                                                       ΠΙΝΔΑΡΟΥ
7ος ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΟΣ

«ΕΙΣ ΤΟΝ ΔΙΑΓΟΡΑ ΤΟΝ ΠΥΚΤΗ»


Σάν κι αὐτόν πού δωρίζει
-μ’ ἀρχοντιά τό ποτήρι ὑψώνοντας-
στόν νεαρό τόν γαμπρό του τ’ ὁλόχρυσο κύπελο
 ὡς ἐπάνω γεμᾶτο δροσιά τῆς ἀμπέλου
καί προσφέρει -στήν ὑγειά του προπίνοντας-
            τ’ ἀνεκτίμητο δῶρο σάν δέσιμο
            τοῦ παλιοῦ σπιτικοῦ μέ τό νέο
καί τιμᾶ τό γαμήλιο συμπόσιο,   ἀλλά
καί τόν νέο ἐξυψώνει στούς φίλους ἀνάμεσα
γιά τοῦ γάμου τό ἐπίζηλο ταίριασμα.
Ὅμοια τώρα κι ἐγώ
 τόν γλυκό τόν καρπό τῆς ψυχῆς μου,  
πού ‘ναι νέκταρ ἁγνό κι εἶναι δῶρο Μουσῶν,
σ’ ἀθλοφόρους χαρίζοντας ἄντρες
 τήν καρδιά ἱλαρώνω αὐτῶν
 πού στά Ὀλύμπια καί Πύθια νικοῦνε.
Κι εἶν‘ ἀλήθεια μακάριος αὐτός
 πού ἡ φήμη ἡ ἀγαθή τόν τυλίγει.
Μά ἡ ζείδωρος Χάρη
ἄλλον κάθε φορά συνοδεύει
μέ γλυκόηχη λύρα καί μ’αὐλούς πολυφώνους.
Μέ τά ὄργανα αὐτά συνοδεία, ἐδῶ
ἔχω ἔρθει κι ἐγώ μαζί μέ τόν Διαγόρα
τή θαλάσσια ὑμνώντας
κόρη τῆς Ἀφροδίτης
τοῦ Ἡλίου τή νύφη, τήν Ρόδο
γιά νά εἶναι ὁ ὕμνος μου ἔπαινος
στόν πελώριο ἀγέρωχο ἄντρα,
στόν πυγμάχο πού κέρδισε στέφανο νίκης
πλάι στήν ὄχθη τ’ Ἀλφειοῦ ποταμοῦ
καί πλάι στήν Κασταλία
ἀλλά καί στόν πατέρα ἐκείνου, Δαμάγητο,
πού τῆς Δίκης τό καύχημα εἶναι
καί οἱ δυό,   μέ γενναίους Ἀργίτες μαζί,  κατοικοῦνε 
στήν τρίπολι νῆσο,
ἀντικρύ στῆς μεγάλης Ἀσίας τή σφήνα.


Πρῶτα θέλω γι’ αὐτούς μέ σειρά
–ξεκινώντας ἀπό τόν Τληπόλεμο-
ἐξ ἀρχῆς νά ἱστορήσω
τήν κοινή τῆς γενιᾶς τους παράδοση
πού κρατᾶ ἀπ’ τό γένος
τό τρανό τοῦ Ἡρακλέους
γιατί λένε πώς ἀπ’ τόν πατέρα,
τοῦ Δία εἶν’ ἀπόγονοι
κι ἀπ’ τή μάνα, Ἀστυδάμεια,
Ἀμυντορίδες καυχιοῦνται πώς εἶναι.
Ὅμως πλάνες ἀμέτρητες κρέμονται
στῶν ἀνθρώπων τή σκέψη τριγύρω.
Καί κανείς δέν γνωρίζει
ποιό θά εἶναι γι’αὐτόν τό καλύτερο σήμερα
κι ἄν θά εἶναι τό ἴδιο στῆς ζωῆς του τό τέλος.
Γιατί τῆς Ἀλκμήνης τόν νόθο ἀδελφό, τόν Λικύμνιο,
-πού ἀπό τῆς Μιδέας εἶχε ‘ρθεῖ τό παλάτι στήν Τίρυνθα-
στόν θυμό του ἐπάνω, τῆς χώρας αὐτῆς ὁ οἰκιστής τόν σκοτώνει.
Τοῦ μυαλοῦ ἡ παραζάλη καί σοφό νά τυφλώσει μπορεῖ.
Στούς Δελφούς πῆγε τότε [ὁ Τληπόλεμος]
κι ὁ θεός,  ὁ χρυσόμαλλος, 
ἀπ’ τό εὐῶδες του ἄντρο, 
τόν πρόσταξε εὐθύς νά κινήσει μέ πλοῖα
κι ἀπ’ τῆς Λέρνης τή χώρα νά πλεύσει
στ’ ἀμφιθάλασσο μέρος,
 στό νησί,  πού τήν πόλη του κάποτε ὁ μέγας
τῶν θεῶν βασιλιάς μέ νιφάδες χρυσές εἶχε βρέξει.
Ἦταν τότε πού τοῦ Ἥφαιστου ὁ χάλκινος πέλεκυς
τό κεφάλι τοῦ Δία
μ’ ἕνα χτύπημα σχίζει
κι ἀπό μέσα ξεχύνεται
 φοβερά ἡ Ἀθηνᾶ ἀλαλάζοντας
μέ βοή ὑπερμήκη.
Καί στόν ἦχό της ἔφριξαν ὁ Οὐρανός καί ἡ μάνα μας γῆ.



Κι ὁ θεός, πού χαρίζει τό φῶς στούς ἀνθρώπους,
 ὁ γιός τοῦ Ὑπερίονος,
στ’ ἀκριβά του παιδιά, τούς Ροδίους, παράγγελνε
τά μελλούμενα νά ‘χουν στόν νοῦ τους
καί νά χτίσουνε πρῶτοι βωμό στή θεά, ὅλο λάμπος
καί σεμνή νά προσφέρουν ἀμέσως θυσία
τήν ψυχή τοῦ πατέρα καί τῆς πολεμόχαρης κόρης γλυκαίνοντας.
Προκοπή καί χαρά στούς ἀνθρώπους ἡ πρόνοια χαρίζει.
Μά συμβαίνει, ἀναπάντεχα κάποτε,
νά κατέβει τῆς λήθης τό σύννεφο
καί νά βγάλει ἀπ’ τόν ἴσιο τόν δρόμο τή σκέψη.
Κι ἀνεβῆκαν αὐτοί στήν Ἀκρόπολη
μά ξεχάσαν νά πάρουν μαζί τους τῆς φλόγας τό σπέρμα
κι ἔτσι ἱδρῦσαν ἐκεῖ ἱερό γιά θυσίες μέ δίχως πυρά. Τότε ὁ Δίας
 τίς ξανθές τίς νεφέλες συνάζει
καί στήν πόλη, χρυσή γιά χατήρι τους στέλνει βροχή.
Μά κι ἡ ἴδια ἡ θεά, ἡ Γλαυκῶπις,
τούς ὁρίζει νά εἶναι οἱ πρῶτοι σέ ὅλες τίς τέχνες
καί κανείς νά μή φτάνει
τῶν χεριῶν τους τήν ἄπιαστη χάρη.
Κι ἔτσι οἱ δρόμοι γεμίσαν παντοῦ
ἀπό ἔργα δικά τους, πού μοιάζαν
σάν νά εἶχαν ζωή καί σάν
νά σαλεῦαν.
Καί μεγάλη ἁπλώθηκε ἡ δόξα τους.
Γιατί ἡ γνώση τήν ἔμφυτη αὐξάνει σοφία.
Ἱστοροῦν οἱ παλιοί τῶν ανθρώπων οἱ μῦθοι,
πώς τή γῆ σάν μοιράζαν
οἱ θεοί μεταξύ τους
τό νησί δέν φαινόταν ἀκόμα στοῦ πελάγους τά μάκρη
μά σέ βάθη ὅλο ἁλμύρα κρυβόταν ἡ Ρόδος.


Καί καθώς λησμονῆσαν νά βάλουνε κλῆρο
γιά τόν Ἥλιο πού τύχαινε τότε νά λείπει
τόν θεό, παραλίγο, τόν  ἄμωμο,  θ’ ἄφιναν δίχως μερίδιο
τούς τό θύμισε ὅμως ἐκεῖνος
καί θά ὅριζε ὁ Δίας καινούργια ἀπ’ ἀρχῆς μοιρασιά,
μά ὁ Ἥλιος ἀρνήθηκε 
γιατί εἶπε πώς βλέπει ἀπ’ τά βάθη τῆς θάλασσας
στόν ὁλόλευκο ἀφρό ν’ ἀνεβαίνει ὁλοένα μιά χώρα
πού ὁ πλοῦτος της μέλλει κοπάδια κι ἀνθρώπους νά θρέψει.

Κι ἀπ’ τή μοίρα τή Λάχεση, μέ τ’ ὁλόχρυσο χτένι,
νά σηκώσει τά χέρια ζητᾶ καί τόν ὅρκο
τῶν θεῶν νά σφραγίσει
συμφωνώντας μαζί μέ τοῦ Κρόνου τόν γιό,
πώς ἡ νῆσος αὐτή στό αἰθέριο τό φῶς σάν βρεθεῖ,
τό δικό του νά εἶναι μερίδιο γιά πάντα.
 Καί τά λόγια αὐτά πληρωθῆκαν καί  ἀλήθεψαν ὅλα.
τό νησί ἀπ’ τήν ἄρμη τῆς θάλασσας βλάστησε
κι ἀπό τότε δικό του τό ἔχει ὁ πατέρας,
τῶν ὀξειῶν ἡλιαχτίδων ὁ ἄρχοντας
τῶν πυρίπνοων ἵππων ὁ ἀφέντης.
Μέ τή Ρόδο ἑνώθηκε ἐδῶ καί παιδιά γεννηθῆκαν ἑφτά
προικισμένα μέ ὅλη τήν πρότερη γνώση.
Καί ὁ ἕνας ἀπό τούς ἑφτά, τόν πρεσβύτερο γέννησε Κάμιρο,
τόν Ἰάλυσο ἔπειτα, τρίτο τόν Λίνδο
Καί στά τρία μοιράσαν αὐτοί τήν πατρώα τους γῆ,
χωριστά ὁ καθένας τους νά ‘χει μιά πόλη δικιά του
καί σ’ αὐτήν τ’ ὄνομά του νά δώσει.


Ἐδῶ λύτρωση βρῆκε γλυκειά
στήν πικρή συμφορά του ὁ Τληπόλεμος,
τῶν Τιρύνθιων ὀ ἄρχοντας,
καί σά νά ‘ναι θεός τόν τιμοῦνε
μέ πομπές καί μέ κνίσες θυσιῶν καί μ’ ἀγῶνες ἐπάθλων.
Κι ὀ Διαγόρας μέ τ’ ἄνθη αὐτῶν τῶν ἀγώνων
δυό φορές στεφανώθηκε τέσσερις πάλι
στοῦ ἐνδόξου Ἰσθμοῦ τ’ ἀγωνίσματα πρώτευσε
στή Νεμέα ξανά καί ξανά καί ἀκόμα
στῆς Ἀθήνας τή γῆ τή βραχώδη.
Ὁ χαλκός τόν γνωρίζει τοῦ Ἄργους,
τῶν Θηβῶν καί Ἀρκάδων τά ἔπαθλα,
τῶν Βοιωτῶν οἱ ἀγῶνες οἱ εὔτακτοι
τόν γνωρίζει ἀκόμα ἡ Πελλήνη
 καί ἡ Αἴγινα ἕξι φορές νικητή τόν ἐτίμησε
καί τά ἴδια γι’ αὐτόν ἱστορεῖ τῶν Μεγάρων ἡ λίθινη στήλη.

Ἀλλά, Δία πατέρα,  ἐσύ,
πού τόν θρόνο σου ἔχεις ἐπάνω
στήν κορφή τοῦ Ἀταβύρου,
τώρα ἐτοῦτο τόν ὕμνο μου, τόν ὀλυμπιόνικο δέξου
καί τίμα τόν ἄντρα πού μέ τήν πυγμή του
τή δόξα τῆς νίκης κερδίζει καί κάνε
σεβαστός νά τιμᾶται ἀπό ὅλους-πολίτες καί ξένους
γιατί ἐκεῖνος στόν ἴσιο τόν δρόμο,
 πού ἡ ὕβρις ἐχθρεύεται,  πάντα βαδίζει
ἀφοῦ ξέρει καλά στήν ψυχή του νά κλείνει
διδαχές, πού τοῦ ἔμαθε ἡ φρόνηση
τῶν ἐνδόξων προγόνων.
Στήν ἀφάνεια ποτέ μήν ἀφίσεις
τό τρανό τῆς γενιᾶς τοῦ Καλλιάνακτα σπέρμα.
Μέ τῶν Ἐρατιδῶν τίς χαρές ξεφαντώνει κι ἡ πόλη
 ὁλάκερη τώρα.
Μά ἀρκεῖ μιά τοῦ χρόνου μονάχα στιγμή
καί γι’ ἀλλοῦ νά φυσήξουν μπορεῖ
οἱ πνοές τῶν ἀνέμων.

μετάφραση : Τασούλα Καραγεωργίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου